-
1 τάσσω
A , etc.: [tense] aor. , etc.: [tense] pf.τέτᾰχα X.Oec.4.5
, ([etym.] συν-) Pl.Lg. 625c: [tense] plpf.ἐτετάχει Plb.5.65.7
:—[voice] Med., [tense] fut. τάξομαι (in pass. sense) LXX Ex.29.43: [tense] aor.ἐταξάμην Hdt.3.13
, Th.2.83, etc.:— [voice] Pass., [tense] fut.ταχθήσομαι D.S.11.41
, ([etym.] ἐπι-) Th.1.140, etc.; later τᾰγήσομαι ([etym.] ἐν-) Orib.8.1, ([etym.] ὑπο-) 1 Ep.Cor.15.28; 3fut. , Th.5.71, Ar.Av. 637: [tense] aor. , etc.; later ἐτάγην [ᾰ] SIG708.9 (Istropolis, ii B.C.), Plu.2.965e, Perict. ap. Stob.4.25.50, etc.: [tense] pf.τέταγμαι Pi.O.2.30
, etc.; [ per.] 3pl.τετάχαται Th.3.13
, ([etym.] ἀντι-) X. An.4.8.5: [ per.] 3pl. [tense] plpf.ἐτετάχατο Th.5.6
, 7.4:—draw up in order of battle, form, array, marshal, both of troops and ships,τὴν στρατιήν Hdt.1.191
;τοὺς ὁπλίτας Th.4.9
;νεῶν στῖφος ἐν στίχοις τρισίν A.Pers. 366
;πολεμίων στίχας E.Heracl. 676
;τ. εἰς μάχην στρατιάν X.Cyr.1.6.43
: abs., Isoc.18.47:—[voice] Pass., to be drawn up,ἐς μάχην Hdt.1.80
;οὐδένα κόσμον ταχθέντες Id.9.69
; ἐπὶ τεττάρων ταχθῆναι in four lines, X. An.1.2.15; ἐπὶ μιᾶς, of ships, Id.HG1.6.29;ἐπὶ κέρως Eub.67.4
; κατὰ μίαν ναῦν τεταγμένοι in line, Th.2.84; ἐπὶ ὀκτώ, of troops, Id.6.67: abs., τεταγμένοι in rank and file, Id.2.81 (so metaph., τὸ ἐν τῷ τεταγμένῳ ὄν the rank and file, opp. Senators and Equites, D.C.49.12); στράτευμα τεταγμένον, opp. ἄτακτον, X.Mem.3.1.7:—[voice] Med., fall in, form in order of battle, freq. in Th., 1.48, 4.11, etc.;ὡς ἐς μάχην 2.20
; ἐτάξαντο κύκλον τῶν νεῶν formed in a circle, ib.83, cf. 3.78; ; (but in 2.90 trans., ἐπὶ τεσσάρων ταξάμενοι τὰς ναῦς having drawn up their ships in four lines, cf. E.Heracl. 664).2 post, station,τὰς καμήλους ἀντία τῆς ἵππου Hdt.1.80
, cf. E.Ph. 749; τινὰς ἐπί τινας one group against another, X.Cyr.2.1.9 (but τ. τινὰ ἐπὶ τοὺς ἱππέας set him over them, to command them, Id.HG3.4.20); ἑαυτὸν ὑμῖν τάξαι παρέσχεν for enrolment, Lys.31.9, cf. Lycurg.43:—[voice] Pass., to be posted or stationed,τῇ οὐδεὶς ἐτέτακτο Hdt.1.84
, cf.A.Pers. 381;ἐς τὸ ὄρος Hdt.7.212
; but ἐς τὸ πεζόν or ἐς π. τετάχθαι to serve among the infantry, ib.21,81; ἐς τὸν ναυτικὸν στρατὸν -θέντες ib. 203: c. gen., τῆς πρώτης τάξεως (or simply τῆς πρώτης)τεταγμένος Lys.14.11
, 16.15: c. acc. cogn.,τάξιν τινὰ ταχθῆναι Pl.Phdr. 247a
, etc.;δεξιὸν τεταγμένους κέρας E.Supp. 657
: freq. folld. by Preps. (cf. infr. 11.1, etc.), ταχθῆναι or τετάχθαι ἐπί τινα or τινας against another, Th.3.78, etc.; ἐπί τινι or τισι A.Th. 448, Th.2.70, 3.13, etc.; also, to be posted at a place, (anap.); ἐπ' εὐωνύμῳ κέρατι on the left wing, X.Oec.4.19;ἐπὶ τοῦ λαιοῦ κέρως Plb.1.34.4
; τ. κατά τινα over against.., Hdt.8.85, X.An.2.3.19; τ. μετά τινα behind him.., Id.HG7.2.4 (soἐπί τινι Id.Lac.13.7
); μετά τινος with him, by his side, Plb.2.67.2, etc., cf. Th.2.63;σύν τινι X.An.3.2.17
, etc.;παρὰ τὸν ποταμόν Hdt.9.15
; περὶ τὸ Ἥραιον ib.69;ἀμφὶ τὴν Κέον Id.8.76
.II appoint to any service, military or civil, the latter being metaph. from the former,ἄρχοντας X.HG7.1.24
; τινὰ ἐπί τινι Id.Cyr.8.6.17, D.17.20, etc.;ἐπὶ τὰς πράξεις Isoc.5.151
, cf. Pl.Ly. 209b, etc.;ἀξιῶ σε τάξαι με ἐπί τινος PCair.Zen.447.3
(iii B.C.): also τ. ἑαυτὸν ἐπί τι undertake a task, Pl.R. 371c, D.8.71, etc.;πρός τι X. Mem.2.4.6
:—[voice] Pass.,οἱ τεταγμένοι βραβῆς S.El. 709
, cf. 759;πρέσβεις ταχθέντες D.19.69
; τετάχθαι ἐπί τινι to be appointed to a service, Hdt. 1.191, 2.38, A.Pers. 298, E. Ion 1040, X.Cyr.4.6.1; , X.Cyr.1.4.24, etc.; alsoἐπί τινος Hdt.5.109
( ἐπ' οὗ, v.l. ὅκου), D.10.46;τὸν ἐπὶ τῆς σφαγῆς τεταγμένον Plu.Cleom.38
, cf. Plb.3.12.5; ὁ πρὸς τοῖς γράμμασι τεταγμένος secretary, Id.15.27.7; οἱ πρὸς ταῖς φυλακαῖς (tolls) τετ. PCair.Zen.31.15 (iii B.C.).2 c. acc. et inf., appoint or order one to do or be,τάττετ' ἐμὲ ἡγεῖσθαι X.An.3.1.25
, cf. Cyr.7.3.1, Hdt.3.25, S.OC 639, E.Hec. 223, etc.:—[voice] Pass.,μοῖρα ἡ ταχθεῖσα.. φρουρέειν Hdt.4.133
, cf. 8.13, A.Eu. 279, 639, etc.;τασσόμενος πορεύεσθαι X.Cyr.4.5.11
, etc.; τοῦτο τετάγμεθα (sc. ποιεῖν) E.Alc.49; alsoτεταγμένος κίοι A.Supp. 504
; ὁ ἐπ' Αἴγυπτον ταχθείς (sc. κῆρυξ) ordered to Egypt, Hdt.3.62, cf. 68, 6.48.3 also τ. τινί c. inf., Id.2.124, X.Cyr.1.5.5, etc.: impers., ἴωμεν.., ἵν' ἡμῖν τέτακται (sc. ἰέναι) S.Ph. 1181 (lyr.);οἷς ἐτέτακτο παραβοηθεῖν Th.3.22
;τοῖς δὲ ἕπεσθαι τέτακται X.Lac.11.6
: also with inf. omitted, κόσμον φυλάσσουσ' ὅντιν' ἂν τάξῃ πόλις (sc. φυλάσσειν) E.Supp. 245, cf. 460, Hel. 1390, etc.4 assign to a duty or class of dutiful persons,ἐν πᾶσιν ἐμαυτὸν ἔταττον D.18.221
; εἰς ὑπηρετικὴν αὑτοὺς τ. Pl.Plt. 289e;πρός τινας τάξαι αὑτόν Din.3.18
;σὺν ἐμοὶ τ. σεαυτήν D.H.8.47
;τ. ἐμαυτὸν εἰς τάξιν τινά X.Mem.2.8
; τινὰς εἰς τοὺς ἀρχικούς ib.7; εἰς τὴν δουλείαν ἐμαυτόν ib.11; τ. ἑαυτόν τινων εἶναι range oneself with.., D. 19.302:—[voice] Pass., πρὸς τὴν ξυμμαχίαν ταχθῆναι to join it, Th.3.86.III c. acc. rei, place in a certain order or relative position, χωρὶς ἑκάτερα τ. Hdt.7.36; τίνα μέσον τάξω λόγον; E.El. 908; πρῶτον καὶ τελευταῖον τὸ κάλλιστον τ. X.Mem.3.1.9;τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα ἐναντία τάττειν τοῖς πολεμίοις Id.Cyr.3.3.45
;τοὺς πόδας [τοῦ ἐμβρύου] κατ' εὐθὺ τοῦ στομίου τῆς ὑστέρας τάσσειν Sor.2.60
; ; τάξας.. ἀπὸ μὲν δύσεως μίαν θυρίδα φωτὸς ἕνεκεν ib.14.6.6; [κηρίας] τὴν μεσότητα τάσσειν ὑπὸ τὸ γένειον PMed.Lond.155ii 29
, cf. Sor.Fasc.25. al.;εἰς ταὐτὸ τ. τὴν εὐτυχίαν τῇ εὐδαιμονίᾳ Arist.EN 1099b7
; Λυδοὺς.. πρὸς ἅπαντας range over against, Pl.Plt. 262e;τὴν σοφιστικὴν περὶ τὸ μὴ ὂν ἔταξεν Arist.Metaph. 1026b15
, cf. Top. 125b21; c. inf., [Ὅμηρον] ἐν τοῖς.. σοφωτάτοις εἶναι τάττομεν Aeschin.1.142
;οὐκ εὐλόγως τὸ τοιοῦτον σημεῖον ἐν τοῖς φρενιτικοῖς τάττει Gal.16.521
, cf. 18(2).238; τ. τι ἐπί τινος apply a term to a certain sense, Ath.1.21a:—[voice] Pass.,τετάχθαι κατά τινος D.H.2.48
;ἔμπροσθεν τ. τινός Pl.Lg. 631d
, cf. X. Mem.3.1.7, etc.b with an inf. and Adj., lay down, rule to be so and so,ἅπερ ἂν.. αἰσχρὰ εἶναι καὶ κακὰ τάττῃ Pl.Lg. 728a
; .2 ordain, prescribe,τ. τὰ περὶ τὰ τέκνα Arist.Pol. 1262b6
: abs., ὁ νόμος οὕτω τ. Pl.La. 199a;οὕτω τ. ὁ λόγος Arist.EN 1119b17
:—[voice] Pass.,τὸ ταττόμενον Ar.Ec. 766
;τὸ ταχθὲν τελεῖν S.Aj. 528
;τὰ τεταγμένα X.Cyr.1.2.5
, etc.; τὰ τετ. ἄγειν the things appointed to them for conveying, ib.8.5.4;τῆς τροφῆς ἡ βελτίστη τέτακται τοῖς ἐλευθέροις Arist.GA 744b18
; ἐν τῷ τεταγμένῳ εἶναι to be fulfilling one's obligations, IG12.57.47, 22.116.48, X. Cyr.6.2.37.3 of taxes or payments, assess,τὸν φόρον ταῖς πόλεσι And.4.11
, cf. Aeschin.2.23, D.23.209;ταῖσδε ἔταξαν οἱ τάκται IG12.218.45
; soτ. τῷ ναύτῃ δραχμήν X.HG1.5.4
: with inf. added, , etc. ([voice] Pass.,φόρον ἐτάχθησαν φέρειν Hdt.3.97
); τάσσειν ἀργυρίου πολλοῦ fix a high price, Th.4.26:—[voice] Pass.,τὸ ταχθὲν τίμημα Pl.R. 551b
;εἰσφέρειν τὸ τεταγμένον Arist.Pol. 1272a14
:—[voice] Med., take a payment on oneself, i.e. agree to pay it,φόρον τάξασθαι Hdt.3.13
, 4.35;χρήματα ἀποδοῦναι ταξάμενοι Th.1.101
; χρήματα ταξάμενοι κατὰ χρόνους ἀποδοῦναι agreeing to pay by instalments, ib. 117, cf. 3.70;πόλεις αὐταὶ ταξάμεναι IG12.212.72
, cf. 211 vi 6; alsoτάξασθαι ἐς τὴν δωρεήν Hdt.3.97
(but also, much like [voice] Act., ἐτάξατο φόρους οἱ προσιέναι ib.89).b [voice] Med., generally, agree upon, settle,ταξαμένους.. δέχεσθαι μισθὸν τῆς φυλακῆς Pl.R. 416e
; , cf. 844b, 844c, al.;τέταγμαι ποιμέσιν, οἵ μοι δώσουσιν τιμήν PMich.Zen.56.19
(iii B.C.); votum expld. as εὐχή, ὃ τάττεταί τις θεῷ, Gloss.: c. inf. [tense] fut., PEnteux.54.5(iii B.C.), Plb.18.7.7, al.c [voice] Med., pay,τῆς δὲ τιμῆς τάξονται παραχρῆμα τὸ δ μέρος, τὸ δὲ λοιπὸν ἐν ἔτεσι γ PEleph.14.18
(iii B.C.), cf. PEnteux. 60.9, 89.7, PMich.Zen.79.9, PCair.Zen.649.16 (all iii B.C.), PAmh. 2.31.1, 52.1, Ostr.Bodl. i 46,96, al., PLond.3.1201.1, 1202.1 (all ii B.C.).4 impose punishments,τ. δίκην Ar.V. 1420
, etc.; τ. ζημίας, τιμωρίας, Pl.Lg. 876c, D.20.143;τῷ κλέψαντι θάνατον Lycurg.65
:— also in [voice] Med., Hdt.2.65.5 in [tense] pf. part. [voice] Pass., fixed, settled, prescribed, ὁ τεταγμένος χρόνος (like τακτός) Hdt.2.41, etc.; ;ἡμέρα X.Cyr.1.2.4
; ;ἡ τετ. χώρα X.Cyr.5.3.40
; αἱ τετ. θυσίαι the regular offerings, Id.HG3.3.4; οἱ ἐπὶ τούτῳ τετ. [νόμοι] Pl.Cri. 50d; ἡ τετ. δίαιτα prescribed, Id.R. 404a; τὰ τετ. ὀνόματα received, Isoc.9.9; τετ. τέχνη regular, Id.13.12; τεταγμένον, opp. ἄτακτον, Arist.Cael. 280a8; Lyr.Alex. Adesp.37.6
; of geom. figures, regular, i.e. equilateral and equiangular, Papp.306.2, 8, al.--cf. τεταγμένως. -
2 χαράσσω
A make pointed, sharpen, whet, ἅρπας, ὀδόντας, Hes.Op. 573, Sc. 235, cf. Plu.2.350d; καθάπερ βέλη τὰ πράγματα ib. 825f;χαρασσόμενος σίδηρος Hes.Op. 387
.2 furnish with notches or teeth, like a saw,τὰ σιδήρια Arist.Aud. 803a3
:—[voice] Pass., of certain birds,ἔχουσι.. τὰ ἄκρα τοῦ ῥύγχους κεχαραγμένα Id.PA 662b16
; φύλλα κεχαραγμένα serrated leaves, Dsc.4.173, cf. Thphr.HP3.10.5; σκύταλον κεχ. ὄζοις jagged or rugged with.., Theoc.17.31.3 metaph., whet, stimulate,ἔρως ψυχὰς χ. S.Fr. 684
codd. Stob. ( codd. Clem.Al.);τὸ φιλόνικον Plu.2.92a
, cf. 825f:—[voice] Pass., κεχαραγμένος τινί exasperated at.., Hdt.7.1; κείνῳ τόδε μὴ χαράσσου be not angry at him for this, E.Med. 157 (lyr.);τῇπαρρησίᾳ χαραχθείς Plu.2.74e
.II cut into furrows, scratch,στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον κεντεῖ Pi.P.1.28
;κῦμα χ. Orph.A. 372
;ἀρότρῳ.. χ. χέρσον AP6.238
(Apollonid.);ὕδωρ ἐρετμοῖς Nonn.D.3.46
, cf. 41.114 ([voice] Pass.);τῷ θερμῷ χαράσσοντι τὴν ἐπιφάνειαν Plu.2.651e
:— [voice] Pass., wounded,E.
Rh.73;κέκοπται καὶ χαράσσεται πέδον A.Pers. 683
;θάλασσα φρικὶ χαρασσομένη AP10.2
(Antip. Sid.), cf. 10.14 (Agath.); τόπος κεχαραγμένος ὑπὸ ὄμβρου, gloss on ῥωχμός, Sch.Gen.Il.23.420.3 stamp, seal, PRyl. 160.6 (i. A. D.), etc.III engrave, carve, ἐν νομίσματι [Βάττον] χ. (i.e. stamp his portrait) Arist. Fr. 528;οὔρεακαὶ πόντον ὑπὲρ τύμβοιο AP7.237
(Alph.); στάλαν ib. 547 (Leon.Alex.); inscribe,δόγματα.. εἰς στήλην SIG795
B27 (Delph., i A. D.);γράμμα.. τοίχοισι χαράξω Theoc.23.46
, cf. AP12.130;ἐν τύμβῳ γράμμ' ἐχάραξε τόδε Erinn.5.8
;τὸν Τροίης πόλεμον σελίδεσσι χ. APl.4.293
;γραφίδεσσι.. χάραξα.. ἱερὸν λόγον Hymn.Is.11
; [νόμους] εἰς πίνακας χ. D.S.12.26
;ὁ γραμματεὺς τοῦ δήμου τὸ β ἐχάραξα BMus.Inscr.481
*.430 ([place name] Ephesus); simply, write, (vi A. D.), sketch, draw,μορφὴν χαράξαι AP11.412
(Antioch.), cf. Anacreont.55.5; of the down marking the cheek, APl.5.344:—so in [voice] Med.,ἴουλος ἄχνοα χιονέης ἐχαράσσετο κύκλα παρειῆς Nonn.D.10.180
:—[voice] Pass., ib.5.404; [ὄμμα] ἠλεμάτοις ἀκτῖσι χαράσσεται, of lines drawn with antimony, AP9.139 (Claudian.); ἐπὶτοῦ νομίσματος κεχαράχθαι πέλεκυν Arist.Fr. 593
;στήλας γράμμασι κεχαραγμένας D.S.3.44
;στῆλαι χαράσσονται IG14.297
([place name] Panormus);τοῖχος ἅπας ἐχαράσσετο Luc.Am.16
; τὸ χαραχθὲν νόμισμα stamped money, coin, Plb.10.27.13;χρῆσθαι τῷ.. μέτρῳ κεχαραγμένῳ τῷ χαρακτῆρι IG22.1013.64
; also of the letters engraved, Peripl.M. Eux.2: metaph., λέξις κεχαραγμένη with a stamp, i.e. character of its own, Diocl.Magn.Stoic.3.213; τὴν μὲν (sc. τὴν σοφιστικὴν)ἰδιώματι κεχαράχθαι φήσομεν Phld.Rh.1.77
S. (Perh. a Semitic loan-word, cf. Hebr. [hudot ]āraš 'engrave'; or cogn. with Lith. že[rtilde]<*>i 'rake, scrape'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαράσσω
-
3 ὠδίνω
A : [tense] aor.ὤδῑνα AP7.561
(Jul.Aeg.), Opp.C.1.5, Jul.Or.2.56d; :—so [tense] aor. [voice] Med. and [voice] Pass., ὠδινησάμην, -ήθην, Aq.Ps.113(114).7, Pr.8.25:—to have the pains of childbirth, be in travail, ;ὠδίνειν τρομέω· χαλεπὸν βέλος Εἰλειθυίας Theoc.27.29
, cf. Ar.Th. 502, Ec. 529, Hp.Epid.5.25, Pl.R. 395e, etc.2 c. acc., to be in travail of a child, bring forth, E.IA 1234, LXXCa.8.5: of animals,ὠ. νεοττούς Ael.NA 2.46
: prov.,ὤδινεν ὄρος Luc.Hist.Conscr.23
.II metaph. of any great pain, to be in travail or anguish, of the Cyclops,στενάχων τε καὶ ὠδίνων ὀδύνῃσι Od.9.415
;Κύπριδι AP7.30
(Antip.Sid.); labour painfully, ὠδίνουσι μέλισσαι ib.9.363.22 (Mel.(?)); of the mind, to be in the throes or agonies of thought, Pl.Tht. 148e, al.; κυοῦμέν τε καὶ ὠ. περὶ ἐπιστήμης ib. 210b;ὑπὲρ δισσῶν μίαν ὠδίνειν ψυχήν E.Hipp. 258
(anap.); ὥστε μ' ὠδίνειν τί φῄς what you mean, S.Aj. 794, cf. E. Heracl. 644; ὠδίνειν εἴς τι to long painfully for a thing, Hld.5.32: c. inf., Id.2.21, Him.Ecl.13.38, Or.4.1: c. acc., Hld.10.31;ἔξοδον Chor.42.20
p.517 F.-R.2 c. acc., to be in travail with,συμφορᾶς βάρος S.Tr. 325
;τὴν καύχησιν τὴν σοφιστικήν Epicur.Fr. 93
, cf. AP9.578 (Leo Phil.) (where ὧν is in the case of the anteced. by attraction).3 Causal, cause to quiver, as in travail,φωνὴ βροντῆς ὠδίνησε γῆν LXX Si.43.17(18)
cod.Alex.
См. также в других словарях:
κομμωτικός — ή, ό (AM κομμωτικός ή, όν) [κομμώ (II)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιποίηση και στον καλλωπισμό τής κόμης νεοελλ. το θηλ. ως ουσ.) η κομμωτική η τέχνη τού κομμωτή μσν. αρχ. (για ύφος) αυτός που έχει καλλιέπεια («οὐ μεῑον ταῑς ἐννοίαις… … Dictionary of Greek